υγιαίνω

υγιαίνω
ὑγιαίνω, ΝΜΑ [ὑγιής]
1. είμαι υγιής, χαρακτηρίζομαι από άρτια, φυσιολογική λειτουργία τών διαφόρων μερών τού σώματός μου, είμαι γερός
2. (το β' εν. πρόσ. και στη νεοελλ. και το β' πληθ. προστ.) υγίαινε και υγιαίνετε
προσφώνηση από κάποιον που πίνει στην υγεία κάποιου άλλου ή αποχαιρετιστήρια φράση
αρχ.
1. είμαι υγιής στο μυαλό, έχω σώας τας φρένας («οὐχ ὑγιαίνει, ἀλλὰ ληρεῑ τε και μαίνεται», Πλάτ.)
2. (κατ* επέκτ.) κρίνω σωστά μια κατάσταση ή ένα ζήτημα που άπτεται κυρίως τής πολιτικής ή τής θρησκευτικής ζωής (α. «οἱ ὑγιαίνοντες» — οι πολίτες που συμμορφώνονται στους κανονισμούς μιας πολιτείας, σε αντιδιαστολή προς τους ταραξίες και τους επαναστάτες, Πλούτ.
β. «ὑγιαίνουσαι περὶ τοὺς θεοὺς δόξαι», Πλούτ.)
3. (για καταστάσεις, φαινόμενα) είμαι υγιεινός («ὑγιαίνων και τεταγμένος βίος», Πλούτ.)
4. (μτβ.) θεραπεύω, ὑγιάζω*
5. (η μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ. ως επίθ.) ὑγιαίνων
ο υγιής
6. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ὑγιαῑνον
το υγιές τμήμα ενός συνόλου («τὸ δὲ ὑγιαῑνον τῆς Ἑλλάδος ἦ ὀλίγον...», Ηρόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑγιαίνω — to be sound pres subj act 1st sg ὑγιαίνω to be sound pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υγιαίνω — βλ. πίν. 44 (μόνο στον ενεστ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υγιαίνω — (μόνο στον ενεστ.), αμτβ., είμαι υγιής, είμαι καλά στην υγεία μου: Υγιαίνετε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑγιαίνῃ — ὑγιαίνω to be sound pres subj mp 2nd sg ὑγιαίνω to be sound pres ind mp 2nd sg ὑγιαίνω to be sound pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιαινόντων — ὑγιαίνω to be sound pres part act masc/neut gen pl ὑγιαίνω to be sound pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιανεῖ — ὑγιαίνω to be sound fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ὑγιαίνω to be sound fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιανοῦσιν — ὑγιαίνω to be sound fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ὑγιαίνω to be sound fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιαῖνον — ὑγιαίνω to be sound pres part act masc voc sg ὑγιαίνω to be sound pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιαίνει — ὑγιαίνω to be sound pres ind mp 2nd sg ὑγιαίνω to be sound pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιαίνοντα — ὑγιαίνω to be sound pres part act neut nom/voc/acc pl ὑγιαίνω to be sound pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”